- αλωνιστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που κάνει το αλώνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… … Dictionary of Greek
αλωνάρης — ο 1. ο αλωνιστής* 2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάλ. άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία τού Ιουλίου λόγω τού αλωνισμού τών… … Dictionary of Greek
αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… … Dictionary of Greek
αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… … Dictionary of Greek
αλωνιάρης — ο 1. αλωνιστής 2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος] … Dictionary of Greek
αλωνιάτης — ο 1. αλωνιστής 2. αλωνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη ιάτης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο] … Dictionary of Greek
αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* … Dictionary of Greek
επαλωστής — ἐπαλωστής ή ἐπαλώστης, ο (Α) αυτός που αλωνίζει με ζώα, ο αλωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλως «αλώνι» + κατάλ. τής] … Dictionary of Greek
θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… … Dictionary of Greek
ραβδιστής — ὁ, Α [ῥαβδίζω] ο αλωνιστής … Dictionary of Greek